περίγλωσσος

περίγλωσσος
περίγλωσσος
1 eloquent

σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περίγλωσσος — ον, Α 1. ετοιμόλογος 2. εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλωσσος (< γλῶσσα)] …   Dictionary of Greek

  • περίγλωσσοι — περίγλωσσος ready of tongue masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”